πλησμα

πλησμα
    πλῆσμα
    -ατος τό (нечто) наполняющее, т.е. семя
    

τὸ π. λαμβάνειν Arst. — зачинать, оплодотворяться


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πλησμα" в других словарях:

  • πλῆσμα — impregnation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσμα — και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῑμμα, τὸ, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα 2. (για ζώα) γκάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ τού πίμ πλη μι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη (πρβλ. πλή μη / πλή σμη)] …   Dictionary of Greek

  • πεισμονή — η, ΝΜΑ νεοελλ. πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη μσν. πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.) αρχ. 1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • πλήμα — και πλείμμα, ατος, τὸ, Α βλ. πλήσμα …   Dictionary of Greek

  • πλήσμιος — ία, ον και πλήσμιος, ον, Α 1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ κατά τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • πλείμμα — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλῆσμα …   Dictionary of Greek

  • φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»